- χρυσοείμων
- χρυσοείμωνwith robe of goldmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρυσοείμων — όειμον, Μ χρυσοντυμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + είμων (< εἶμα «ρούχο, ένδυμα»), πρβλ. μελανο είμων] … Dictionary of Greek
είμα — εἷμα, το (Α) 1. ένδυμα, ιμάτιο 2. στρωσίδι, σκέπασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *Fεσ μα, με σίγηση τού σ και αντέκταση τού προηγούμενου βραχέος φωνήεντος. Το θ. Fεσ απαντά στο έννυμι*. Η λ. είμα, τής οποίας πιο εύχρηστος είναι ο πληθ. είματα, αντιστοιχεί… … Dictionary of Greek